Για τη θεωρία των δύο άκρων
Τα «άκρα» μέσα στην κοινωνία
Η καθυστερημένη δικαστική δίωξη και καταδίκη των ναζιστικών εγκληματικών ενεργειών της Χρυσής Αυγής συνοδεύεται από τη θεωρία των «δύο άκρων», του «δεξιού και αριστερού εξτρεμισμού», της «καταδίκης της βίας απ' όπου κι αν προέρχεται», θεωρίες που έχουν ως βάση τους την εξίσωση του φασισμού με τον κομμουνισμό, του λεγόμενου «μαύρου και κόκκινου ολοκληρωτισμού», που εδώ και χρόνια επεξεργάστηκε η «Μαύρη Βίβλος» της ΕΕ.
Ανεξάρτητα από τις αποχρώσεις της θεωρίας των «δύο άκρων», τη διαβάθμιση της προβολής της και την ποικιλία των φορέων της, η απόρριψή της πρώτ' απ' όλα από την εργατική αλλά και τη λαϊκή πλειοψηφία είναι αναγκαιότητα, αλλά και δείκτης της πορείας ιδεολογικής - πολιτικής χειραφέτησής τους από την αστική ιδεολογία και πολιτική.
Στους δημοσιογραφικούς σχολιασμούς που συνόδευσαν τα ευρήματα πρόσφατης δημοσκόπησης της ALCO, αναφέρεται ότι δεν μπόρεσε ν' απαντήσει το 40% των ερωτηθέντων «ποιο είναι το άλλο άκρο, αν το ένα είναι η Χρυσή Αυγή», ενώ το 21% απάντησε «το ΚΚΕ», το 15% απάντησε «ο ΣΥΡΙΖΑ» και το 24% «άλλα κόμματα». Οπωσδήποτε και το ίδιο το ερώτημα είναι αποπροσανατολιστικό, οδηγεί τουλάχιστον στη σύγχυση.
Από την αστική ιδεολογία και πολιτική, συνειδητά χρησιμοποιούνται αποπροσανατολιστικές ορολογίες και διαχωρισμοί, όπως «δύο πολιτικά άκρα», «δύο εξτρεμισμοί», «δύο ακραίες αντιπολιτεύσεις».
Το πραγματικό ερώτημα είναι αν υπάρχουν κοινωνικές δυνάμεις, τάξεις, τα συμφέροντα των οποίων είναι εκ διαμέτρου αντίθετα.
Oι εκ διαμέτρου αντίθετες βασικές τάξεις υπάρχουν σήμερα, στο σύγχρονο καπιταλιστικό κόσμο, στην Ελλάδα,όπως υπήρχαν και στο παρελθόν, σε όλη την ιστορία των ταξικών κοινωνιών. Στη δουλοκτητική κοινωνία τα «άκρα» ήταν η τάξη των δουλοκτητών και η τάξη των δούλων, στη φεουδαρχική η τάξη των φεουδαρχών και η τάξη των δουλοπάροικων.
Ανάμεσα στις δύο εκ διαμέτρου αντίθετες βασικές κοινωνικές δυνάμεις του κάθε κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού, υπάρχουν κι άλλες δυνάμεις είτε ως νέες ανερχόμενες (αυτό αφορούσε την αστική όσο ακόμα κυριαρχούσε πολιτικά η φεουδαρχική) είτε ως προγενέστερα κατάλοιπα, τα οποία για κάποια ιστορική περίοδο συμπορεύονται με την άρχουσα εκμεταλλευτική κοινωνική δύναμη ή ενσωματώνονται πλήρως σε αυτήν (π.χ. η παλιά αριστοκρατία, οι μεγάλοι ιδιοκτήτες γης και αγροτικής παραγωγής στη σύγχρονη καπιταλιστική κοινωνία).
Η εργατική τάξη (που υφίσταται την εκμετάλλευση) και η τάξη του κεφαλαίου (η εκμεταλλεύτρια τάξη) είναι τα δύο «άκρα» μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία. Η δεύτερη, αν και πολύ μικρή μειοψηφία, τρέφεται, υπάρχει από την εκμετάλλευση της πρώτης, την εξουσιάζει, επιβάλλει τη θέλησή της, την αναγκαστική εκμεταλλευτική - οικονομική σχέση στην κοινωνική εργασία, δηλαδή τη σχέση κεφαλαίου - μισθωτής εργασίας. Χρησιμοποιεί όλα τα μέσα: τον ιδεολογικό πειθαναγκασμό (εκπαίδευση, ΜΜΕ), τον πολιτικό πειθαναγκασμό (κυβερνητικές πολιτικές εναλλαγές μέσα στο σύστημα), τον κατασταλτικό (εργοδοτική απειλή, ένοπλες δυνάμεις, σώματα ασφαλείας κ.λπ.). Ολα παίρνουν τη μορφή ενός πλέγματος νομικών σχέσεων που εμφανίζεται σαν να εξασφαλίζει «ισορροπίες» μεταξύ των αντίθετων κοινωνικών δυνάμεων, σαν να υφίσταται πάνω από τις ταξικές αντιθέσεις, σαν να εκφράζει μια ενότητα και ολότητα, την «εθνική», η οποία προστατεύεται από «το νόμο των νόμων», το Σύνταγμα. Ετσι, η βία της κυρίαρχης τάξης εμφανίζεται ως προστασία της νομιμότητας. Η βία της αστικής εξουσίας παίρνει τη μορφή της «εθνικής» προστασίας και το εκάστοτε δικονομικό σύστημά της εμφανίζεται ως «ανεξάρτητη» αρχή. Η κινητικότητα των νόμων και η ευελιξία του δικαστικού πειθαρχικού μηχανισμού είναι μέρος της πολιτικής εξουσίας του κεφαλαίου.
Στην καπιταλιστική κοινωνία, η υποδούλωση του ανθρώπου είναι απολύτως οικονομική (κι όχι φυσική), γι' αυτό είναι και λιγότερο εμφανής. Γι' αυτό και είναι πιο πολύπλοκα δομημένος ο μηχανισμός επιβολής της οικονομικής υποδούλωσης, της ιδεολογικής και πολιτικής χειραγώγησης, πιο πολύπλοκη και φαινομενικά εκλεπτυσμένη η νομική έκφραση αυτής της φυσικής ελευθερίας που υποτάσσεται μόνο στις εκμεταλλευτικές σχέσεις ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Δεν είναι τυχαίο ότι όλα τα Συντάγματα στον καπιταλισμό κατοχυρώνουν την ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, αλλά και την ατομική ελευθερία.
Σε κάθε περίοδο ή φάση της καπιταλιστικής πορείας, ο καπιταλιστικός στόχος, η κυρίαρχη τάση στον αστικό (καπιταλιστικό) πολιτικό στόχο, παίρνει «εθνική», «πατριωτική» (καθολική στο πλαίσιο ενός καπιταλιστικού κράτους) διάσταση. Π.χ. τα τελευταία χρόνια εμφανίζεται ως εθνική υπόθεση η έξοδος από την οικονομική κρίση, η ανάκαμψη, επομένως η άνοδος της ανταγωνιστικότητας, η επίτευξη εξαγωγών, η εξαφάνιση του ελλείμματος μεταξύ κρατικών εσόδων και κρατικών δαπανών σε ετήσια βάση, στόχοι που δήθεν απαιτούν εξίσου θυσίες απ' όλες τις κοινωνικές δυνάμεις. Το πολύ πολύ να υπάρξει διάσταση απόψεων, πολιτική αντιπαλότητα για τις αναλογίες των θυσιών ανάμεσα στις τάξεις, όπως ισχυρίζεται ο ΣΥΡΙΖΑ ή και για τις αναλογίες των αναγκαστικών απωλειών ανάμεσα σε τμήματα του κεφαλαίου. Τις τελευταίες μέρες μετατέθηκε κάπως ο «εθνικός», «πατριωτικός» στόχος στην αντιμετώπιση της Χρυσής Αυγής, στην καταπολέμηση του ναζισμού, στην υπεράσπιση της αστικής δημοκρατίας. Αλλά και σε αυτόν τον εθνικό στόχο υπάρχει η «εντός των τειχών» πολιτική αντιπαράθεση: Από τη μια, ο κυβερνητικός πόλος που επικεντρώνει στην προστασία της «έννομης τάξης», της αστικής κοινοβουλευτικής και συνταγματικής νομιμότητας. Από την άλλη, ο ΣΥΡΙΖΑ που στο «Συνταγματικό Τόξο» αντιπαραθέτει το «Συνταγματικό και Αντιμνημονιακό Τόξο».
Οι μεν θριαμβολόγησαν για «νίκη της δημοκρατίας», οι δε ζήτησαν επίσπευση των εκλογών ώστε οι μνημονιακές δυνάμεις να χάσουν την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και τη διακυβέρνηση που τροφοδότησαν το ναζισμό, να την κερδίσουν οι αντιμνημονιακές.
Και οι μεν και οι δε έχουν το ρόλο τους στο αστικό πολιτικό σύστημα, στην αναμόρφωσή του, εξυπηρετούν την πολιτική εξουσία του κεφαλαίου ως επί το πλείστον με τη μορφή της αστικής δημοκρατίας. Είναι δευτερεύουσα η μεταξύ τους πολιτική αντιπαλότητα ως προς το ποια πολιτική δύναμη εκκόλαψε το «αυγό του φιδιού»: Η μνημονιακή πολιτική και ανοχή των κυβερνητικών κομμάτων ΝΔ - ΠΑΣΟΚ, όπως υποστηρίζει ο ΣΥΡΙΖΑ ή η ανοχή του ΣΥΡΙΖΑ προς τις αναρχοαυτόνομες βιαιότητες, όπως υποστηρίζει η ΝΔ.
Βέβαια, όπως έχει ήδη αποδειχθεί και ιστορικά, όταν η αστική τάξη νιώσει ότι τείνει ν' απειληθεί η εξουσία της, γίνεται ανοιχτά επιθετική, τρομοκρατική απέναντι στο εργατικό (με την πιο άγρια επίθεση στην απεργιακή κινητοποίηση) και πρώτ' απ' όλα στο κομμουνιστικό κίνημα. Δεν είναι τυχαία η τοποθέτηση του πρωθυπουργού για «άλλη ακραία αντιπολίτευση, που λέει να βγούμε από το ΝΑΤΟ και την ΕΕ».
Δεν ήταν τυχαίο το σχέδιο τροπολογίας στο νόμο για τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων, που ενεργοποιούσε ως κακουργηματικές αιτίες της διεύθυνσης κομμάτων την εσχάτη προδοσία κ.λπ. Το αστικό κράτος στην Ελλάδα άσκησε την πιο ανοιχτή βία σε βάρος του κομμουνιστικού, του εργατικού και λαϊκού κινήματος, με θανατικές εκτελέσεις στελεχών του, υπό το χαλκευμένο πρόσχημα της εσχάτης προδοσίας και κατασκοπείας.
Ομως, η δυναμική τέτοιων κι άλλων πρακτικών απροκάλυπτης τρομοκρατίας και βίας από το καπιταλιστικό κράτος, τελικά -και στο παρελθόν συνέβη- αγγίζει και άλλες πολιτικές δυνάμεις, σοσιαλδημοκρατικές, αστικές, ρεφορμιστικές. Αυτό το γεγονός δεν πρέπει να συσκοτίζει την ταξική ανάλυση των πολιτικών φαινομένων, την έλλειψη κριτικής σε κόμματα που μπορεί να χτυπηθούν από τα σκάγια της ωμής αντεργατικής και αντικομμουνιστικής επίθεσης.
Η υλική βάση των ιδεολογικών - πολιτικών διαφοροποιήσεων μέσα στην αστική τάξη
Αν και η ταξική διαφοροποίηση είναι η βάση για την ιδεολογική και πολιτική διαφοροποίηση μέσα στην καπιταλιστική κοινωνία, αν και η πολιτική εκφράζει τα γενικά συμφέροντα της κάθε τάξης, η έκφραση αυτών των γενικών συμφερόντων δε γίνεται μονοσήμαντα, πρώτ' απ' όλα για την κυρίαρχη τάξη, την τάξη του κεφαλαίου.
Με άλλα λόγια, δεν είναι ένα το κόμμα της αστικής τάξης σε κάθε κράτος. Η ύπαρξη περισσότερων αστικών κομμάτων δεν είναι ζήτημα προσωπικών φιλοδοξιών που βρίσκουν έτσι διέξοδο, παρ' όλο που ο ατομισμός διαπερνά όλη την αστική ιδεολογία, τη διαπαιδαγώγηση, την αστική εκπαίδευση, όλες τις κοινωνικές σχέσεις, βέβαια και τις πολιτικές, αφού βάθρο της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι η ατομική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής.
Ωστόσο, η συγκρότηση και η εξέλιξη των αστικών κομμάτων έχουν τη ρίζα τους στην ιστορική διαμόρφωση και εξέλιξη της αστικής τάξης ως ιδιοκτητών μέσων παραγωγής δυνάμει ικανών να χρησιμοποιήσουν ξένη μισθωτή εργασία, ν' αποσπάσουν ξένο υπερπροϊόν. Εχουν τη ρίζα τους στην εσωτερική διαστρωμάτωση της αστικής τάξης, εξελίσσονται ακολουθώντας την εξέλιξη αυτής της διαστρωμάτωσης, την ιστορική διαδρομή συντηρητικοποίησης - αντιδραστικοποίησης της αστικής τάξης, την πορεία των εσωτερικών και εξωτερικών συμμαχιών της, τις ανάγκες αστικών προσαρμογών. Ολες αυτές οι διαφορές αποτυπώνονται σε ιδεολογικοπολιτικό επίπεδο. Π.χ. στην Ελλάδα, αστικά κόμματα που ήταν περισσότερο συνδεδεμένα με το εφοπλιστικό και το τραπεζικό κεφάλαιο ήταν πιο φιλελεύθερα από τα κόμματα που εκπροσωπούσαν μικρότερη βιομηχανική καπιταλιστική παραγωγή, εσωτερικό εμπόριο, μεγάλη αγροτική παραγωγή κ.λπ. Τα αστικά κόμματα, που ήταν πιο αποφασισμένα να συγκρουστούν με το θεσμό της βασιλείας ως προς ουσιαστικές λειτουργίες της εξουσίας (αρχηγία στρατού, εντολή διαμόρφωσης ή διάλυσης κυβέρνησης), που ηγήθηκαν ορισμένων εκσυγχρονισμών στο εποικοδόμημα (π.χ. στην επίσημη φιλολογική γλώσσα) είχαν πιο έντονα αστικοδημοκρατικό ιδεολογικό - πολιτικό στίγμα. Τουλάχιστον μέχρι το πρώτο μισό του 20ού αιώνα υπήρχαν αστικά κόμματα φιλικά προσκείμενα προς το Ηνωμένο Βασίλειο (Μεγάλη Βρετανία) κι άλλα φιλικά προσκείμενα προς τη Γερμανία.
Αν και τα γενικά συμφέροντα της καπιταλιστικής κοινωνίας στο μονοπωλιακό στάδιο της εξέλιξής της απορρέουν από τα γενικά συμφέροντα των μονοπωλίων, του συγκεντρωμένου κεφαλαίου, ωστόσο στην πολιτική, στα αστικά κόμματα αποτυπώνονται και οι αντιθέσεις που πηγάζουν από τον καπιταλιστικό ανταγωνισμό, την ανισομετρία, την τάση ανακατατάξεων.
Σε δύσκολες φάσεις για την αστική εξουσία -και τέτοια φάση είναι το ξέσπασμα βαθιάς και παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, όπως από το 2008 στην Ελλάδα- γίνονται πιο εμφανείς οι ενδοαστικές διαφορές, οξύνονται οι αντιθέσεις με άλλα καπιταλιστικά, ακόμα και άμεσα σύμμαχα κράτη, είναι δυνατόν ακόμα και ν' ανατραπούν συμμαχίες, να συγκροτηθούν νέες κ.λπ.
Αρκεί να σκεφτούμε όλη την πολιτικο-οικονομική φιλολογία για το ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, τη γνωστή ως «Grexit», το ευρύ φάσμα (από τον εθνικισμό μέχρι τη σοσιαλδημοκρατία και το σύγχρονο οπορτουνισμό) των πολιτικών απόψεων περί κατοχής της Ελλάδας και της Ευρωζώνης από τη Γερμανία.
Αρκεί να σκεφτούμε την αντίδραση που προκάλεσε σε αστικές δυνάμεις η πρόσφατη κυβερνητική παρέμβαση με τη «φωτογραφική» τροποποίηση της νομοθεσίας περί εταιρικού μετασχηματισμού, που αποσκοπούσε στην υπεράσπιση των κεφαλαιακών συμφερόντων μερίδας μετόχων πέραν του κύριου μέτοχου του Ομίλου ΒΙΟΧΑΛΚΟ.
Και βέβαια μπορούμε ν' αναφερθούμε σε πλήθος παραδειγμάτων, μεταξύ των οποίων τα διαφορετικά σενάρια που διαμορφώνονταν, ακυρώνονταν ή τελικά προωθήθηκαν (μετάβαση του Σ. Λάτση από το μετοχικό κεφάλαιο της Eurobank σ' εκείνο της Εθνικής) σε σχέση με τη συγχώνευση της Εθνικής Τράπεζας με την Eurobank, παλιότερα με άλλη μεγάλη τράπεζα κ.λπ.
Μπορούμε ιδιαίτερα να σημειώσουμε τη σημερινή πολιτική αντιπαράθεση σε σχέση με τους φόρους ακινήτων (βεβαίως των μεγάλων ιδιοκτησιών), των επιχειρησιακών κερδών και των εισοδημάτων των φυσικών προσώπων.
Μπορούμε να θυμηθούμε την πρόσφατη κριτική του ΣΕΒ προς την κυβέρνηση, γιατί θεωρεί ως ατμομηχανή της ανάκαμψης μονόπλευρα τον τουρισμό και τη ναυτιλία κι όχι και τη βιομηχανία.
Η αστική ιδεολογία συνολικά παραδέχεται την ύπαρξη τέτοιων διαφοροποιήσεων, δίνοντάς τους ιδεολογικοπολιτικούς διαχωρισμούς: άκρα δεξιά, δεξιά, κεντρο-δεξιά, κέντρο, κεντρο-αριστερά ή και αριστερά, κρύβοντας όμως τη θεμελιακή, κοινή θέση τους: Την αποδοχή της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας.
Ας μη μας φανεί περίεργο, επειδή κάποια κόμματα που χαρακτηρίζονται ως «αριστερά», π.χ. παλιότερα το ΠΑΣΟΚ, σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, η ΔΗΜΑΡ, διανθίζουν τα προγράμματά τους με αναφορές περί δημοκρατικού σοσιαλισμού. Το κύριο είναι ότι δεν αρνούνται την καπιταλιστική ιδιοκτησία, αναφέρονται σ' αυτήν μιλώντας για «υγιή» ιδιωτική επιχειρηματικότητα και υποστηρικτική προς αυτήν κρατική επιχειρηματικότητα (όπως σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ).
Με άλλα λόγια, η αστική ιδεολογία συνηθίζει να τοποθετεί στην αριστερά τα αστικοποιημένα κόμματα της σοσιαλδημοκρατίας, τις νέες αποσχίσεις από το κομμουνιστικό κίνημα, ενώ χαρακτηρίζει ως «άκρα αριστερά» τα ΚΚ αλλά και αναρχοαυτόνομες ομάδες.
Ο ναζισμός ως «δεξιό άκρο» και η θέση του στην αστική δημοκρατία
Η ποινική δίωξη στελεχών της Χρυσής Αυγής για ναζιστικές - εγκληματικές ενέργειες τροφοδότησε τα περί «νίκης της δημοκρατίας», «εμπιστοσύνης στο κράτος δικαίου», «καταδίκης της βίας απ' όπου κι αν προέρχεται».
Παράλληλα, προβάλλεται κατά κόρον ότι η αστική δημοκρατία είναι ευρύχωρη, μπορεί να γεννά και να ανέχεται ακόμα και πολιτικές δυνάμεις που από το χαρακτήρα τους αμφισβητούν την ύπαρξή της, αρκεί να μην ενεργούν με ακρότητα που πλήττει την ύπαρξή της, να μη θίγουν τη συνταγματικά κατοχυρωμένη ατομική ελευθερία για ατομική ιδιοκτησία.
Σε αυτό το πνεύμα ήταν και οι δηλώσεις του πρωθυπουργού Αντ. Σαμαρά στη Νέα Υόρκη, αναφερόμενος στις συλλήψεις του επικεφαλής και βουλευτών της Χρυσής Αυγής, δηλώσεις που συμπληρώθηκαν, χαρακτηρίζοντας ακρότητα τις θέσεις για αποδέσμευση από ΝΑΤΟ και ΕΕ.
Η θεωρία των «πολιτικών άκρων και των ακροτήτων ενεργειών» ή της «εκτός Συνταγματικού Τόξου δράσης» είναι βολική για τη διείσδυση της αστικής ιδεολογίας και πολιτικής στις εργατικές και λαϊκές δυνάμεις, για τη χειραγώγησή τους. Εμποδίζει τη διαμόρφωση ταξικού πολιτικού κριτηρίου, την απόρριψη κάθε κόμματος - φορέα της καπιταλιστικής εξουσίας, πέρα από πλαστούς δεξιούς κι αριστερούς, άκρα - δεξιούς και άκρα - αριστερούς διαχωρισμούς.
Και βέβαια η Χρυσή Αυγή είναι στο άκρο της αστικής ιδεολογίας, εκφράζοντας ακραίο εθνικισμό και ρατσισμό για λογαριασμό της αστικής τάξης, που έχει την εξής αντιφατική ιδεολογική συσχέτιση με την καπιταλιστική ανάπτυξη, την τάση διεθνοποίησής της: Αλλοτε στο όνομα της ανωτερότητας της φυλής, του έθνους, εξαπολύει ιμπεριαλιστικούς πολέμους, όπως συνέβη με τη Γερμανία, για να διευρύνει τον έλεγχο στη διεθνή αγορά. Αλλοτε ο εθνικισμός και ο ρατσισμός ουσιαστικά έρχονται σε σύγκρουση με το άνοιγμα αγορών, συνόρων, τη σάρωση γλωσσικών, θρησκευτικών, πολιτιστικών διαφορών που εμποδίζουν τη διεθνή κίνηση του κεφαλαίου.
Η ναζιστική, δηλαδή η εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία, που αποτελεί μείξη του εθνικισμού με μικροαστικές σοσιαλιστικές απόψεις που τίποτα κοινό δεν έχουν με τη θεωρία του επιστημονικού κομμουνισμού, αλλά και η ναζιστική πρακτική συνιστούν «άκρον» της καπιταλιστικής αντίδρασης. Ως τέτοιο είναι γέννημα του καπιταλιστικού εποικοδομήματος, προπορεύεται στην πιο βρώμικη αντικομμουνιστική, την τρομοκρατική κι εγκληματική επίθεση ενάντια στο επαναστατικό κόμμα της εργατικής τάξης, το Κομμουνιστικό Κόμμα, ενάντια στο ταξικά προσανατολισμένο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα (ΠΑΜΕ), υπερβαίνοντας και αυτούς τους αστικούς νόμους.
Οι «εθνικιστικές» και «ρατσιστικές» ιδέες του ναζισμού - φασισμού είναι η μάσκα - προσωπείο για να μη φανεί από την αρχή ότι είναι το προχωρημένο φυλάκιο του κράτους των καπιταλιστών. Αυτές οι ακραία αντιδραστικές ιδέες είναι και προσχηματικές, προκειμένου να προσεταιριστούν ταξικά άπειρες μάζες, να δώσουν αντιδραστική διέξοδο σε φαινόμενα όπως της μεγάλης ανεργίας.
Ας θυμηθούμε πόσο έγκαιρα το ΚΚΕ μίλησε για τις διασυνδέσεις της Χρυσής Αυγής με τους κρατικούς μηχανισμούς καταστολής, με καπιταλιστές, με τα υποπροϊόντα της καπιταλιστικής ανάπτυξης, όπως το εμπόριο γυναικών και παιδιών, ναρκωτικών, το κύκλωμα της νύχτας.
Ας θυμηθούμε την αντίδραση του ΚΚΕ στο αυξημένο εκλογικό ποσοστό της Χρυσής Αυγής στις εκλογές του Μάη 2012, όταν κάλεσε «να διορθώσουν την ψήφο τους» στις εκλογές του Ιούνη 2012 όσοι και όσες, ιδιαίτερα νέοι άνεργοι, πίστεψαν ότι η Χρυσή Αυγή εναντιωνόταν στη διαφθορά των αστών πολιτικών και κυβερνητικών παραγόντων, ότι αποτελούσε οργάνωση υπεράσπισης των ανέργων, των φτωχών, προστασίας από την εγκληματικότητα αλλοδαπών.
Δεν είναι άξιον απορίας, όπως κυριάρχησε σε έντυπα και ηλεκτρονικά ΜΜΕ, γιατί το σύστημα (κυβέρνηση, δυνάμεις καταστολής, δικαστικές αρχές κ.λπ.) επέδειξε ανοχή σε ναζιστικές εγκληματικές ενέργειες: επιθέσεις, τραμπουκισμούς, τρομοκρατία κ.λπ., αλλά κινητοποιήθηκε όταν η εν ψυχρώ δολοφονία δεν έγινε δυνατό να αποδοθεί σε «συμπλοκή» μεταξύ «ακραίων» πολιτικών ομάδων (όπως επιχειρήθηκε στο Πέραμα) ή να χρησιμοποιηθεί προβοκατόρικα ενάντια στο ΚΚΕ, όπως επιδίωξαν Χρυσαυγίτες.
Δεν είναι επίσης περίεργο γιατί η κυβερνητική πολιτική δεν ταυτίζεται με την πρακτική της Χρυσής Αυγής, ακόμη και ως προς τον αντικομμουνισμό, χωρίς να χάνει και την ευκαιρία για περαιτέρω αντιδραστικοποίηση του νομοθετικού πλαισίου, για περιορισμό της κοινοβουλευτικής παρουσίας του ΚΚΕ.
Βέβαια, δε χάνει την ευκαιρία να πιέσει τον ΣΥΡΙΖΑ ν' αποβάλει αντιφάσεις της πολιτικής του, της συγκρότησής του που μπορεί να εκληφθούν ως αμφισβήτηση της αστικής νομιμότητας και των στρατηγικών επιλογών ένταξης στο ΝΑΤΟ και την ΕΕ.
Αυτή η τακτική δεν απαλλάσσει τον ΣΥΡΙΖΑ από τις δικές του ευθύνες. Εχει ευθύνη γιατί καλλιεργεί την απατηλή άποψη ότι οι εργατικές και λαϊκές δυνάμεις μπορούν να δουν καλύτερες μέρες αν αναδείξουν με την ψήφο τους κυβέρνηση που θα λειτουργήσει καλύτερα την αστική δημοκρατία, γενικά τους αστικούς θεσμούς.
Είναι βαρύτατες οι ευθύνες των δυνάμεων που σήμερα συγκροτούν τον ΣΥΡΙΖΑ, γιατί έδωσαν «αριστερό» άλλοθι στην απομαζικοποίηση των εργατικών σωματείων. Ευθύνονται για τον εκφυλισμό των απεργιακών κινητοποιήσεων, για τη σύμπραξη με τις κυβερνητικές και ευρωενωσιακές ηγεσίες στα ανώτατα συνδικαλιστικά όργανα. Ευθύνονται γιατί κραύγαζαν μαζί με τους φασίστες στις πλατείες ενάντια στον εργατικό συνδικαλιστικό πόλο του ΠΑΜΕ, συγκάλυψαν τον πραγματικό ταξικό αντίπαλο, υιοθετώντας το σύνθημα «έξω τα κόμματα». Ευθύνονται, γιατί μιλώντας για «αυθόρμητο» κίνημα, συγκάλυψαν τον ιστό ανάμεσα σε αναρχοαυτόνομους - ασφαλίτες - παρακρατικούς - ναζιστές, κι αυτό πέρα από αγνές προθέσεις κάποιων αναρχοαυτόνομων.
Και επειδή, καλώς ή όχι, συχνά γίνεται λόγος για το όλο ή μέρος του ΣΥΡΙΖΑ, να σημειώσουμε ότι κι εκείνο το μέρος που υπερασπίζεται την «αριστερή», που μιλά ακόμα και για «ανατρεπτική» πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ, δεν μπορεί να κρύψει ότι ο ανατρεπτικός του στόχος αφορά την κυβέρνηση συγκεκριμένων αστικών κομμάτων κι όχι την αστική εξουσία, ότι ουσιαστικά συμφωνεί στο στόχο της «εθνικής αντιμνημονιακής σωτηρίας», την οποία γενικά δεν αποκλείουν και δυνάμεις του κεφαλαίου, προσβλέπει σ' ένα φθαρμένο και ξεπερασμένο καπιταλιστικό παρελθόν.
Σε τελευταία ανάλυση, η αστική εξουσία σε ιδεολογικό - πολιτικό επίπεδο χρειάζεται και γεννά το πιο αντιδραστικό πολιτικό άκρο της, αλλά και το φαινομενικά «ριζοσπαστικό» δικό της άκρο, όπως είναι τα λεγόμενα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα που πάντα πιστά υπηρέτησαν το σύστημα, έβαλαν φρένο στη ριζοσπαστικοποίηση των εργατικών μαζών, έδωσαν τη σκυτάλη σε αναβαπτισμένα φιλελεύθερα αστικά κόμματα ή και στο ναζισμό, όπως στη Γερμανία. Αναπαράγει τα «άκρα» της, ανανεώνοντας την οργανωτική μορφή τους, καταργώντας αλλά και δημιουργώντας νέα κόμματα.
Αυτό αφορά και το ναζισμό. Δεν είναι τυχαίο ότι η καπιταλιστική καταστολή απέναντι στο ναζισμό, όπως στη Γερμανία στη δεκαετία του 1920, τελικά δεν οδήγησε στην εξάλειψή του, που επανήλθε σε λιγότερο από 10 χρόνια δριμύτερος και αναδείχθηκε στη διακυβέρνηση μέσα από τις λειτουργίες της αστικής δημοκρατίας.
Τις τελευταίες μέρες, πολλά ακούγονται και περί ιστορικής μνήμης, γιατί ο ναζισμός οδήγησε στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Οφείλουμε να σημειώσουμε ότι η εξαπόλυση ιμπεριαλιστικού πολέμου δεν είναι αποκλειστική ναζιστική - φασιστική επιλογή. Αρκεί να θυμηθούμε ότι δεν ήταν ναζιστικά τα κυβερνητικά κόμματα που σχεδίασαν - εξαπέλυσαν τους ιμπεριαλιστικούς πολέμους στην Κορέα, στο Βιετνάμ, στη Γιουγκοσλαβία, στο Αφγανιστάν, στη Λιβύη κ.λπ., τις πρόσφατες σχεδιαζόμενες ιμπεριαλιστικές επιθέσεις στη Συρία, στο Ιράν.
Το Κομμουνιστικό Κόμμα είναι πολιτική οργάνωση της αντικειμενικά επαναστατικής κοινωνικής δύναμης
Το Κομμουνιστικό Κόμμα δεν είναι ιδεολογικό - πολιτικό «αριστερό άκρο» του αστικού πολιτικού συστήματος. Είναι η ιδεολογική - πολιτική οργανωμένη πρωτοπορία της εργατικής τάξης, της κοινωνικής δύναμης που αποτελεί το φορέα της κοινωνικής παραγωγής, επομένως και της κοινωνικής προόδου.
Η ίδια η καπιταλιστική ανάπτυξη γεννά το νεκροθάφτη της, όπως πρωτοανέδειξε ο Κ. Μαρξ. Αντικειμενικά, η επαναστατικότητα της εργατικής τάξης απορρέει από τη θέση της στην κοινωνική παραγωγή, που σημαίνει: Η παραγωγή πρώτ' απ' όλα μέσων παραγωγής, σύγχρονων μηχανημάτων για την οργάνωση όλων των κοινωνικών λειτουργιών (Εκπαίδευσης, Υγείας, Πρόνοιας, προστασίας από φυσικά φαινόμενα), όλων των σύγχρονων προϊόντων ατομικής κατανάλωσης, πραγματοποιείται από την ταυτόχρονη και συντονισμένη εξειδικευμένη εργασία πολλών ανθρώπων μαζί, που η ατομική εργασία του καθενός συμβάλλει στο τελικό προϊόν.
Αυτή η κοινωνικοποίηση της παραγωγής έρχεται σε αντίθεση με την ατομική, καπιταλιστική ιδιοκτησία σε αυτά τα αναπτυγμένα και συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής.
Η τεχνολογική πρόοδος κάνει δυνατή τη δραστική μείωση του γενικού χρόνου εργασίας, αλλά το κεφάλαιο την πραγματοποιεί σε βάρος της λαϊκής ευημερίας, αυξάνοντας το βαθμό εκμετάλλευσης. Αυτό σημαίνει κοινωνική και πολιτική αντίδραση, η οποία αργά ή γρήγορα θα σαρωθεί, θα ανατραπεί από την εργατική και λαϊκή εξέγερση, με την πολιτική επανάσταση που θα οδηγήσει στην εργατική εξουσία και θα πραγματοποιήσει την κοινωνική ανατροπή, τη σοσιαλιστική οικοδόμηση.
Η πολιτική επανάσταση θα γίνει όχι όταν το «επιτρέψουν» οι καπιταλιστικοί νόμοι, αλλά όταν θα έχουν ταυτόχρονα ωριμάσει όλες οι αντικειμενικές και υποκειμενικές προϋποθέσεις της, όταν δηλαδή θα έχει εκφραστεί στην οργάνωση και την αποφασιστικότητα δράσης της εργατικής πλειοψηφίας, όταν μαζί της ορμητικά θα συμπορευτεί το πιο μαχητικό τμήμα της φτωχής αγροτιάς και των φτωχών αυτοαπασχολούμενων, γιατί δεν θα έχει μείνει άλλη λύση επιβίωσής τους.
Το ΚΚΕ δεν το έκρυψε και δεν το κρύβει ότι προετοιμάζει ιδεολογικά - πολιτικά, μέσα στους εργατικούς και λαϊκούς αγώνες, στην ταξική πάλη, αυτήν την προοπτική.
Σ' αυτήν τη γραμμή πάλης βρίσκεται και η ικανότητα του εργατικού - λαϊκού κινήματος να μην παγιδευτεί ούτε στη φοβία της ναζιστικής τρομοκρατίας ούτε στην ψευδαίσθηση της αστικής νομιμότητας, της άδολης προστασίας του καπιταλιστικού δικαίου ή της απατηλής ελπίδας ότι μια «αριστερή» κυβέρνηση μπορεί να συγκεράσει εκ διαμέτρου αντίθετα ταξικά συμφέροντα, να τα εξισορροπήσει.
Γι' αυτό μονόδρομος για την πολιτική πάλη του εργατικού κινήματος είναι να κατευθύνεται ενάντια σε κάθε μορφή της αστικής ιδεολογίας και πολιτικής, αποφασιστικά ν' απομονώνει κάθε είδους αντιδραστική πολιτική επιρροή στις εργατικές δυνάμεις, όπως και οι ναζιστικές, κάθε αποπροσανατολιστική συσπείρωση, π.χ. «αντιμνημονιακή», «αντιφασιστική» κ.λπ. που τελικά αναχαιτίζει την πάλη για την ενότητα του εργατικού κινήματος ενάντια στην εκμεταλλευτική αστική εξουσία, για τη συμπόρευση των λαϊκών στρωμάτων με το εργατικό κίνημα, τη λαϊκή συμμαχία με στόχο την ανατροπή της καπιταλιστικής εξουσίας.
Της
Ελένης ΜΠΕΛΛΟΥ
μέλους του ΠΓ της ΚΕ του ΚΚΕ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Τα ανώνυμα σχόλια δεν δημοσιεύονται. Δεν δημοσιεύονται σχόλια τα οποία θεωρούμε ότι δεν ανταποκρίνονται στην δική μας αντίληψη διαλόγου. Δεν γίνεται αποδεκτός αντικομμουνιστικός, φασιστικός, ρατσιστικός οχετός, καθώς και σχόλια προβοκατόρικου χαρακτήρα κάθε είδους. Οι διαχειριστές θεωρούν δικαίωμά τους την διαγραφή ή μη δημοσίευση οποιουδήποτε σχολίου κατά την κρίση τους και χωρίς υποχρέωση περαιτέρω εξηγήσεων.